-
1 ἄ-μουσος
ἄ-μουσος, von Musik nichts verstehend, dem μουσικός entgegengesetzt, Plat. Soph. 253 b, u. öfter, wie Xen. O. 12, 18; übh. ohne feinere musische Bildung, einfältig u. geschmacklos, ποιητής Ar. Th. 159; καὶ ἀφιλόσοφος Plat. Soph. 259 e; καὶ ἀγράμματος Tim. 23 b (wie καὶ ἀπαίδευτος Aesch. 1, 166); καὶ ἀσχήμων φύσις Rep. VI, 486 d; ἡδονή Phaedr. 2400; μεγάλα καὶ ἄμουσα ἁμαρτήματα Lys. 863 c; ungebildet, Ar. Vesp. 1074; ἀμουσόταται ᾠδαί, Eur. Phoen. 814, unmusischer, grauser Gesang, vom Räthsel der Sphinr ( Schol. κακὀμουσον τὸ αἴνιγμα), wie Orph. H. 64 δῆρις ἄμουσος, des Ares; öfter Plut.; svrüchw. ἀμουσότερος Λειβηϑρίων, Zenob. 1, 79, von höchster Rohheit. – Adv., geschmacklos, Plat. Hipp. mai. 292 c.
См. также в других словарях:
αγράμματος — η, ο (Α ἀγράμματος, ον) αυτός που δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, αναλφάβητος, απαίδευτος νεοελλ. 1. αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο ημιμαθής 2. φρ. «την έπαθα σαν αγράμματος», εξαπατήθηκα σαν άπειρος, σαν ακατατόπιστος αρχ. 1. άγραφος,… … Dictionary of Greek
αγράμματος — η, ο αυτός που ξέρει πολύ λίγα γράμματα, ο απαίδευτος: Οι αγράμματοι είναι πολύ περισσότεροι από τους αναλφάβητους (βλ. και αναλφάβητος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αθανάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Ταρσού. Μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεριανού (253 259), γιατί βάφτισε κάποια νέα που ονομαζόταν Ανθούσα. Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 2. Ένας από τους 33 μάρτυρες, που… … Dictionary of Greek
σακαράκας — ο, Ν [σακαράκα] (με ειρωνική σημ.) άξεστος και αγράμματος στρατιωτικός που γελοιοποιείται προβάλλοντας διαρκώς τον εαυτό του … Dictionary of Greek
ξυλοσχίστης — και ξυλοσκίστης, ο (Α ξυλοσχίστης) αυτός που σχίζει ξύλα νεοελλ. μτφ. 1. ανάξιος, ανίκανος, αδέξιος, σκιτζής 2. αμαθής, αγράμματος … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
εικονογραφία — Η τυπική απεικόνιση στα έργα τέχνης ιστορικών, μυθολογικών και θρησκευτικών προσώπων και θεμάτων με τα διακριτικά τους σύμβολα ή γνωρίσματα, όπως έχουν καθοριστεί από την παράδοση και το δόγμα. Για παράδειγμα, ένας αετός ή ένας επιβλητικός ώριμος … Dictionary of Greek
Παπουλάκος — Παρωνύμιο που δόθηκε από τον λαό της Πελοποννήσου σε δύο διαδοχικά δημαγωγούς καλόγερους. Ο πρώτος Π., γνωστός επίσης και ως Ευγένιος ο Αγιοπατέρας, έδρασε κατά τα χρόνια της Επανάστασης στην περιοχή της Αχαΐας και της Ηλείας. Σκηνοθετώντας… … Dictionary of Greek
Πρίγκος, Ιωάννης — (Zαγορά Πηλίου 1725; – 1789). Φιλογενής έμπορος, βιβλιόφιλος και ευεργέτης της γενέτειράς του. Πρόωρα ορφανεμένος και σχεδόν αγράμματος, επιδόθηκε στο μικρεμπόριο στα κοντινά λιμάνια της Ανατολής: Αλεξάνδρεια (1740), Βενετία, Σμύρνη. Στο μεταξύ… … Dictionary of Greek
Οσμάν πασάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί αρκετοί παράγοντες του οθωμανικού κράτους. 1. Μέγας βεζύρης της Τουρκίας στα χρόνια του σουλτάνου Μουράτ του Δ’, γιος του κατακτητή της Υεμένης και της Αιθιοπίας Τσερκές Ουζντεμίρ. Υπηρέτησε ως διοικητής στην… … Dictionary of Greek
αλαζών — ( όνος), ο, η (Α ἀλαζών) ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης αρχ. ως ουσ. 1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί 2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας 3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το … Dictionary of Greek